-
1 катастрофа
катастрофа ж η καταστρο φή железнодорожная \катастрофа το σιδηροδρομικό δυστύχημα* * *жη καταστροφήжелезнодоро́жная катастро́фа — το σιδηροδρομικό δυστύχημα
-
2 катастрофу
катастрофуж τό δυστύχημα, ἡ καταστροφή/ ἡ συμφορά (потрясение):железнодорожная \катастрофу τό σιδηροδρομικό δυστύχημα. -
3 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
4 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι.
См. также в других словарях:
Μαλρό, Αντρέ — (Andre Malraux, Παρίσι 1901 – 1976). Γάλλος συγγραφέας, αρχαιολόγος, θεωρητικός της τέχνης και πολιτικός. Ήταν παδί πλούσιας αστικής οικογένειας. Φοίτησε στο λύκειο Γκοντορσέ και κατόπιν στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού, την οποία… … Dictionary of Greek